- προαποστέλλω
- ΝΜΑστέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποστέλλῃ — προαποστέλλω send away aor subj mp 2nd sg προαποστέλλῃ , προαποστέλλω send away aor subj act 3rd sg προαποστέλλῃ , προαποστέλλω send away pres subj mp 2nd sg προαποστέλλῃ , προαποστέλλω send away pres ind mp 2nd sg προαποστέλλῃ , προαποστέλλω se … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπεσταλμένας — προαπεσταλμένᾱς , προαποστέλλω send away perf part mp fem acc pl προαπεσταλμένᾱς , προαποστέλλω send away perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπεσταλμένων — προαποστέλλω send away perf part mp fem gen pl προαπεσταλμένων , προαποστέλλω send away perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπεστείλαθ' — προαπεστείλατο , προαποστέλλω send away aor ind mid 3rd sg προαπεστείλατε , προαποστέλλω send away aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπεστέλλοντο — προαποστέλλω send away aor ind mid 3rd pl προαπεστέλλοντο , προαποστέλλω send away imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποσταλείσας — προαποσταλείσᾱς , προαποστέλλω send away aor part pass fem acc pl προαποσταλείσᾱς , προαποστέλλω send away aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποσταλέντα — προαποστέλλω send away aor part pass neut nom/voc/acc pl προαποσταλέντα , προαποστέλλω send away aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποσταλέντων — προαποστέλλω send away aor part pass masc/neut gen pl προαποσταλέντων , προαποστέλλω send away aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστειλάντων — προαποστέλλω send away aor part act masc/neut gen pl προαποστειλάντων , προαποστέλλω send away aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστελλόμενος — προαποστέλλω send away aor part mid masc nom sg προαποστελλόμενος , προαποστέλλω send away pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)